|
|
Επαγγέλματα και Ενδυμασίες
Επαγγέλματα Το επάγγελμα που πραγματικά
διέπρεψαν οι Καλαρρυτινοί είναι αυτό του αργυροχρυσοχόου. Οι Γιαννιώτες έμποροι
τους προμήθευαν τις πρώτες ύλες σε χρυσό και ασήμι, τις οποίες εισήγαγαν από τη
Νάπολη και τη Βενετία. Επεξεργάστηκαν το ασήμι με πρωτοτυπία και δεξιοτεχνία.
Στα εργαστήριά τους κατασκευάστηκαν τα πιο περίτεχνα ασημουργικά εκκλησιαστικά
και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου αιώνα. Πως ξεκίνησε όμως η τέχνη της
αργυροχρυσοχοΐας στους Καλαρρύτες; Γιατί οι Καλαρρυτινοί και όχι άλλοι κάτοικοι,
με ίδιες συνθήκες οικονομίας και διαβίωσης, ασχολήθηκαν με την τέχνη αυτή; Ο
Γεώργιος Τουρτούρης, πρόκριτος των Καλαρρυτών, έκανε αντιγραφή ορισμένων
κειμένων από την επιτομή του Κ. Μπαλάνου, τον ονομαστό Κουβαρά Ιωαννίνων, τα
οποία δεν είναι γνωστό τι απέγιναν. Ένα από τα σημειώματα του Τουρτούρη έχει
τίτλο «Ιστορία όπου ήκουσα από τον σοφολογιότατον ιεροδιδάσκαλο Κοσμάν, υιόν του
ποτέ Μπαλάνου Ιωαννίτου, όστις Κοσμάς τελεύτησε εις τους 1811 ογδοηκοντούτης ών».
Το σημείωμα του Γ. Τουρτούρη αναφέρει την κατάργηση του τιμαριωτικού
χριστιανικού συστήματος και τον τρόπο με τον οποίο εισήχθη η τέχνη της
αργυροχοΐας στους Καλαρρύτες, ιστορία την οποία διηγήθηκε ο Καλαρρυτινός
χρυσικός Χριστόφορος Δελής. Αναφέρει λοιπόν
ότι οι
άρχοντες των Ιωαννίνων στα μέσα του 17ου αιώνα έβαλαν τα παιδιά τους
να μάθουν τέχνες ή να επιδοθούν στα γράμματα και το εμπόριο, όταν έχασαν την
κτηματική περιουσία τους επειδή έπαψε να ισχύει το σύστημα των χριστιανών
τιμαριούχων. Τα παιδιά δύο οικογενειών, από τις πλέον ευγενείς των
Ιωαννίνων, του
Συρβάνου και του Σουγδορή, έμαθαν τη χρυσοχοϊκή τέχνη και έγιναν επιτήδειοι
τεχνίτες. Στα εργαστήριά τους μαθήτευσαν Καλαρρυτινοί. Μέχρι το 1700 από τις
οικογένειες αυτές προέρχονταν οι προεστοί των Ιωαννίνων και τόση ήταν η δύναμή
τους ώστε έκαναν τους μαθητευόμενούς τους προεστούς στους Καλαρρύτες, όπως τον
Αθανάσιο Δελή (παππού του Χρ. Δελή) ο οποίος κατασκεύασε τα πρώτα μαντάνια και
μύλους στο ποτάμι. Έτσι πέρασε η αργυροχρυσοχοΐα στους Καλαρρύτες, τέχνη την
οποία ανέπτυξαν και καλλιέργησαν σε σημαντικό βαθμό. Τον 18ο αιώνα, στα
πλαίσια της γενικότερης άνθισης της αργυροχοΐας, Οι Καλαρρύτες έγιναν ονομαστό
κέντρο. Ανάλογα τοπικά εργαστήρια λειτούργησαν στα Ιωάννινα, το Μέτσοβο, καθώς επίσης και σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, τα
Επτάνησα, την Πελοπόννησο και τη Θράκη. Οι τεχνίτες αργυροχόοι συνήθως δεν
υπέγραφαν τα έργα τους. Κατείχαν όλες τις τεχνοτροπίες της κατεργασίας των
πολύτιμων μετάλλων, τις οποίες εφάρμοσαν με θαυμαστή επιτυχία. Μεγάλη διάδοση
είχε η τεχνοτροπία του χτυπητού (που είναι ο σχηματισμός ανάγλυφων παραστάσεων
με χτύπημα μικρού σφυριού), το σαβάτι και τα συρματερά. Πιο απλή ήταν η
εγχάρακτη, δηλαδή η χάραξη του μετάλλου με κατάλληλο εργαλείο. Συχνά συναντούμε
συνδυασμούς τεχνοτροπιών, όπως χτυπητού και εγχάρακτου. Με όποιο τρόπο κι αν
δούλευαν το ασήμι, τα αποτελέσματα ήταν θαυμαστά. Στους Καλαρρύτες η αργυροχοΐα
διακρίνεται σε δύο κατηγορίες, την εκκλησιαστική, που αφορά αντικείμενα και
σκεύη λατρευτικής χρήσης, εκκλησιαστικά αναθήματα, επενδύσεις ευαγγελίων και
εικόνων, σταυρούς, δισκοπότηρα, θυμιατήρια ή λειψανοθήκες και την κοσμική, που
αφορά αντικείμενα όπως φλιτζάνια, κουτάλια, κύπελλα, δίσκους και κυρίως
κοσμήματα. Τα κοσμήματα ήταν τα εξαρτήματα των ελληνικών παραδοσιακών ενδυμάτων,
όπως ζώνες, πόρπες και περιλαίμια, σκουλαρίκια, καρφίτσες, δακτυλίδια και τεπελίκια, που προσαρμόζονταν στον γυναικείο κεφαλόδεσμο και ήταν κυρίως
συρματερά ή χτυπητά. Στην ίδια κατηγορία
κατατάσσονται και αντικείμενα όπως ταμπακιέρες, καπνοθήκες, παλάσκες αλλά και ο
αντρικός οπλισμός, κουμπούρες, γιαταγάνια, καριοφίλια, πιστόλες, λαβές μαχαιριών
και γιαταγανιών. Τον 18ο και μέχρι τις αρχές του 19ου
αιώνα, η τεράστιε εμπορική κίνηση που δημιουργήθηκε συνετέλεσε, μαζί με τις
μετακινήσεις λόγω των ιστορικών γεγονότων, στην ανάπλαση και πολυμορφία της
κατεργασίας του ασημιού, με επιρροές κυρίως από τα επτάνησα. Πολλοί χρυσοχόοι
γίνονταν πλανόδιοι τεχνίτες, γνωστοί ως χρυσικοί, οι οποίοι εξάπλωσαν την τέχνη
σε όλη τη βαλκανική, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Τα προϊόντα τους κυριάρχησαν
σε ονομαστές αγορές της Δύσης, όπως τη Μασσαλία και τη Βιέννη, μέχρις ότου η
βιομηχανική πλέον παραγωγή και οι νέοι άξονες του διεθνούς εμπορίου ανέτρεψαν τα
παραδοσιακά κέντρα πρωτοβιομηχανικής παραγωγής.
Αργυροχόοι - Ασημιτζήδες - Χρυσικοί Ο σπουδαιότερος και πιο
ονομαστός χρυσοχόος ήταν ο Αθανάσιος Τσιμούρης ή Τζιμούρης. Γεννήθηκε στους
Καλαρρύτες και το 1821 εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο, όπου πέθανε το 1823. Ο πατέρας
τους ήταν σπουδαίος χρυσικός και υπηρέτησε στην αυλή του Αλή πασά. Ο Τσιμούρης ήταν
αρχι-χρυσοχόος και δάσκαλος αργυροχοΐας στην αυλή του Αλή πασά. Σώθηκαν μόνο
εκκλησιαστικά έργα του, 2 ευαγγέλια (το ένα βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο
Καλαρρυτών και το άλλο, του 1772, μαζί με ένα σταυρό του 1797, στη Μητρόπολη
Ιωαννίνων) και ένας ασημένιος πολυέλαιος. Έργα του επίσης έχουν επισημανθεί σε
σταχώσεις ευαγγελίων στο Καπέσοβο, Άνω Σουδενά, Αγία Θεοδώρα Άρτας, Μητρόπολη
Λέσβου, Κέρκυρα και Ζάκυνθο. Ο Γεώργιος Διαμαντής Μπάφας
γεννήθηκε στους Καλαρρύτες το 1784 και πέθανε στη Ζάκυνθο το 1853. Εγκαταστάθηκε
στη Ζάκυνθο πριν από την καταστροφή των Καλαρρυτών το 1821. Είναι από τους
σπουδαιότερους επώνυμους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής τέχνης. Ο πατέρας του
Διαμαντής ήταν επίσης σπουδαίος χρυσικός και υπηρέτησε στην αυλή του Αλή πασά.
Συχνά στα έργα του ο Γεώργιος χρησιμοποιεί και τα δύο ονόματα Γεώργιος –
Διαμαντής. Μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του και χρειάστηκε 13 χρόνια, από το 1816
μέχρι το 1829, για να κατασκευάσει την αργυρόγλυπτη λάρνακα του Αγίου Διονυσίου,
το ευαγγέλιο του 1820 και τη δεσποτική εικόνα.
Επηρεάστηκε από την ιταλική
τέχνη και συμπεριέλαβε στοιχεία μπαρόκ στις δημιουργίες του. Έργα του βρίσκονται
σε πολλά μέρη της Ελλάδος, όπως στη Χρυσοπηγή (Ευαγγέλιο του 1811), Λαγγαδά,
Καταστάρι, Μαχαιράδο Ζακύνθου. Σπουδαίος επίσης αργυροχόος
ήταν ο Ποντίκης. Έργο του που σώζεται είναι η λειψανοθήκη στον Άγιο Νικόλαο
Κοπάνων Ιωαννίνων. Ευαγγέλιο του αργυροχόου Τόλη Δασκάλου,
σώζεται στο χωριό Γραμμένο Ιωαννίνων. Στη σφυρηλάτηση των μετάλλων
ήταν μοναδικοί οι Δημήτριος και Νικόλαος Παπαγεωργίου, γιοι του Απόστολου
Παπαγεωργίου, οι οποίοι κατασκεύαζαν μεγάλα αργυρά σκεύη, δίσκους και σινιά (ταψιά).
Οι γιοι του Νικόλαου Παπαγεωργίου, Απόστολος και Γεώργιος, που κατέφυγαν με την
οικογένεια Παπαμόσχου στην Κέρκυρα μετά το 1821, μετέφεραν την τέχνη της
αργυροχοΐας, η οποία μέχρι τότε ήταν άγνωστη εκεί. Ο Βασίλειος Παπαμόσχος, που
διδάχθηκε την τέχνη από τον Αθανάσιο Τσιμούρη, διακρίθηκε στην τορνευτική του
χρυσού, την οποία δίδαξε και στους
γιους του Σπυρίδωνα και Νικόλαο. Ο Σπυρίδωνας
γεννήθηκε το 1820 στους Καλαρρύτες και πέθανε στην Κέρκυρα το 1882. Γνωστά έργα
του είναι η εικόνα της «Ίασης του τυφλού» στον Άγιο Σπυρίδωνα και ο αργυρός
πολυέλαιος του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα. Επίσης είναι γνωστό το χρυσό αγγείο που
δωρίστηκε στη σύζυγο του τελευταίου Άγγλου αρμοστή των Ιονίων Νήσων. Ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι
αυτή της οικογένειας Βούλγαρη, γνωστή σε όλους σήμερα ως
Bulgari, η οποία μαζί με πολλές άλλες οικογένειες έφυγε από το χωριό το
1821. Η πρώτη τους εγκατάσταση έγινε στην Παραμυθιά, όπου έμειναν για πολλά
χρόνια. Το 1874 ο Σωτήριος Βούλγαρης έφυγε για τη Ρώμη, όπου άνοιξε
αργυροχρυσοχοείο με τον γιαννιώτη Π. Κρέμο. Λίγα χρόνια μετά οι δύο συνέταιροι
διέλυσαν τη συνεργασία και άνοιξαν δύο πανομοιότυπα μαγαζιά. Η επιχείρηση του Bulgari προόδευσε και στα εργαστήριά τους μαθήτευσαν
πολλοί αργυροχόοι. Αντίστοιχη επιχείρηση στη Ρώμη
έχουν από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα και οι αδελφοί Νέσση.
Ακολούθησαν τους ίδιους δρόμους και την ίδια πορεία με αυτή της οικογένειας
Βούλγαρη. Στην αρχή ο Κωνσταντίνος Νέσσης εργάστηκε στο κατάστημα του
συμπατριώτη του Σωτήρη Βούλγαρη και αργότερα με τα αδέρφια του άνοιξαν δική τους
επιχείρηση, στην οποία μαθήτευσαν και άλλοι Καλαρρυτινοί ασημουργοί. Η τέχνη της αργυροχοΐας
αποτελεί έναν από τους ελάχιστους κλάδους της ελληνικής λαϊκής τέχνης που
συνεχίζει την παραγωγή έργων. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχουν πια εργαστήρια και
τεχνίτες στο χωριό. Από τα μέσα του 19ου αιώνα έχουν συγκεντρωθεί στα
αστικά κέντρα, όπως τα Ιωάννινα, την Άρτα, πόλεις της Θεσσαλίας και την Αθήνα,
όπου και συνεχίσουν την παράδοση.
Κτηνοτροφία – Κτηνοτρόφοι Το κύριο επάγγελμα του
πληθυσμού στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων ήταν και είναι αυτό του
κτηνοτρόφου. Οι Καλαρρύτες, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, είναι ιδεώδης
περιοχή για νομαδική κτηνοτροφία. Οι κτηνοτρόφοι μετακινούνται κάθε χρόνο από
τους απέραντους ορεινούς θερινούς βοσκότοπους, στα χειμαδιά. Η συνεχής
μετακίνηση επιβάλλει ειδικούς όρους διαβίωσης. Με τη νομαδική κτηνοτροφία
αξιοποιούνται οι εκτεταμένοι ορεινοί βοσκότοποι της περιοχής των Καλαρρυτών. Στα
χειμαδιά (Θεσσαλία) και τις παράκτιες περιοχές (Ξηρόμερου μέχρι το 1950), τα φυλλώματα των θάμνων χρησιμεύουν ως
τροφή των κοπαδιών, ενώ παρέχουν βοσκή ακόμη και οι ελώδεις εκτάσεις των
πεδιάδων, κατά το όψιμο φθινόπωρο και την αρχή της άνοιξης. Στα ορεινά βοσκοτόπια ανεβαίνουν τα κοπάδια από τα μέσα Μαΐου και κατεβαίνουν
στα μέσα Οκτωβρίου. Μαζί με τα ποίμνια μετακινούνται οι ποιμένες και οι
οικογένειές τους. Απαραίτητη , παλιότερα ήταν η χρήση αλόγων και ημίονων για τη
μεταφορά της οικοσκευής, ξυλείας και σανού. Κατά τη διάρκεια της πορείας οι
άνδρες οδηγούσαν και άρμεγαν τα ζώα. Οι γυναίκες τυροκομούσαν και έπλεκαν ενδύματα από μαλλί. Το επάγγελμα του κτηνοτρόφου
συνδέεται και με την εμπορία των κτηνοτροφικών προϊόντων. Έτσι αναπτύχθηκε
εμπορική δραστηριότητα μεταξύ Καλαρρυτών, Θεσσαλίας και Αμβρακικού κόλπου. Οι
ποιμένες κέρδιζαν τα προς το ζην από τις πωλήσεις των προϊόντων τους (τυρί
μυζήθρα, ανθότυρο, βούτυρο, όλα εξαιρετικής ποιότητας και γεύσης, με εξαγωγές
και στο εξωτερικό). Στις μέρες μας ελάχιστοι είναι εκείνοι που ασχολούνται με
την παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων. Σήμα κατατεθέν της κοινότητας
Καλαρρυτών είναι το πρόβατο με την ονομασία μπούτσικο, που είναι Καλαρρυτινή
ποικιλία, προστατευόμενη και επιδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα
βόσκουν περίπου 5.000 αιγοπρόβατα στα βοσκοτόπια :
Γκουρμουλιάσα, Στρούντζι, Κουρκούμπιτα, Νικούλιτσα, Κάλουτα, Καμάρα. Στη θέση
Φουμάτα, πάνω από την Κηπίνα, οι σπηλιές χρησιμοποιούνταν από τους κτηνοτρόφους.
Βιοτεχνία, Υφαντική, Βιοτέχνες ραφτάδες Στους Καλαρρύτες το μαλλί
χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη για την κατασκευή ειδών ρουχισμού. Οι γυναίκες
ύφαιναν στον αργαλειό όλα τα υφάσματα για τα καθημερινά ρούχα και τα
κλινοσκεπάσματα με ποικιλία χρωμάτων (κόκκινο, ώχρα, μπλε), που έβαφαν μόνες
τους βουτώντας τα νήματα σε φυτικές βαφές,
δημιουργημένες από ποικιλίες ντόπιων
φυτών. Το αποτέλεσμα ήταν να
μετατραπεί από οικιακή κυρίως τέχνη σε βιοτεχνία και να γίνει η κοινότητα κέντρο
παραγωγής μάλλινων ειδών ρουχισμού, υφασμάτων και ταπήτων (φλοκάτες). Κύρια όμως επαγγελματική
απασχόληση έγινε η ύφανση του
Καλαρρυτινού μάλλινου υφάσματος για κάπες άσπρες
και μαύρες. Μακριές για τους βοσκούς και αγρότες στην Αλβανία και Ελλάδα, κοντές
για τους ναυτικούς και ψαράδες στην Αδριατική. Οι ράφτες κάπας που αποκαλούνταν
καποτάδες ή καπάδες, συναγωνίστηκαν με μεγάλη επιτυχία τη συντεχνία των
καποτάδων στα Ιωάννινα. Η παραγωγή και η διακίνηση του χοντρού μάλλινου
υφάσματος έγινα ένας από τους σημαντικότερους λόγους επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου
και Ιταλίας. Το εμπόριο του μάλλινου υφάσματος και της κάπας γρήγορα έγινε
εξαγωγικό και απλώθηκε σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, την Ισπανία, Αυστρία,
Αγκώνα, Βενετία και Τεργέστη αλλά και Ανατολικά, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Μόσχα
και Οδησσό.
Χρυσοκεντητάδες - Τερζήδες Οι χρυσοκεντητάδες των
Καλαρρυτών, γνωστοί με το όνομα τερζήδες, ήκμασαν χάρη στην ύπαρξη του εμπορίου
παραδοσιακής φορεσιάς, στην εισαγωγή πρώτων υλών, στην ύπαρξη εξειδικευμένων
τεχνιτών και αξιόλογων εργαστηρίων και βιοτεχνίας με παράδοση ολόκληρων αιώνων. Οι τερζήδες κεντούσαν τις
περίφημες ενδυμασίες Ελλήνων και τουρκαλβανών με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και
υπομονή, χρησιμοποιώντας χρυσοκλωστές (τιρτίρια). Το αποτέλεσμα της δουλειάς
τους έγινε αντικείμενο θαυμασμού σε όλη την Ήπειρο, με αποτέλεσμα να δέχονται
πολλές παραγγελίες. Οι οικονομικές συνθήκες στην κοινότητα επέτρεψαν να
αναπτυχθεί μια ανθούσα βιοτεχνία για δύο περίπου αιώνες.
Πραματευτάδες – Έμποροι Ο τομέας όπου πραγματικά
διέπρεψαν οι Καλαρρυτινοί ήταν το εμπόριο στο εσωτερικό της Ελλάδος αλλά και στο
εξωτερικό. Οι πραματευτάδες ανέπτυξαν από
τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι την καταστροφή του χωριού στις αρχές του
19ου αιώνα, πολύ προσοδοφόρες επιχειρήσεις στις τοπικές και
Ευρωπαϊκές αγορές. Όταν εγκαταστάθηκαν στα
Γιάννενα, οι φορολογικές ελαφρύνσεις που τους δόθηκαν τους διευκόλυναν να έχουν
δυναμική παρουσία στην αγορά και να παραγκωνίσουν τους Γιαννιώτες εμπόρους. Με
τα κεφάλαια που συγκέντρωναν άρχισαν να αναπτύσσουν εμπορικές δραστηριότητες και
συναλλαγές με άλλες πόλεις του εσωτερικού και εξωτερικού. Πρώτο εμπορικό προϊόν ήταν το
μάλλινο ύφασμα για κάπες, προϊόν γνώριμο για διακίνηση, αφού η βιοτεχνική
παραγωγή γινόταν στη γενέτειρά τους και το εμπορευόταν αποκλειστικά Καλαρρυτινοί
έμποροι. Οι πρώτοι από αυτούς ήταν ο Γ. Δουρούτης στην Αγκώνα και ο Γ.
Τουρτούρης στη Βενετία. Στα Ιωάννινα γνωστά ήταν τα
καταστήματα των αδελφών Γεωργίου και Νικολάου Λάμπρου, Ιωάννη και Αποστόλου
Παράσχη, Γεωργίου Τουρτούρη, ενώ αργότερα, μετά το 1815, των
Δημητρίου Δαμίρη,
Νικολάου Σγούρου. Στο εξωτερικό άνοιξαν
εμπορικούς οίκους σε πολλές πόλεις της Ιταλίας, Αυστρίας ακόμη και της Ρωσίας
και από αυτούς οι μεν πλούσιοι μετανάστευσαν τελικά στους τόπους εμπορίου, οι δε
μικρομεσαίοι επέστρεφαν στην πατρίδα ως καταστηματάρχες. Σε κάθε ταξίδι
επιστροφής, οριστικής ή προσωρινής, έφερναν χρήματα και βιομηχανικά αγαθά στον
τόπο τους, ανοικοδομούσαν τα σπίτια και ανέβαζαν το βιοτικό επίπεδο των
οικογενειών τους. Γνωστοί έμποροι της εποχής ήταν ο Γεώργιος και Χριστόφορος
Δουρούτης, με έδρες την Αγκώνα και την Τεργέστη, ο Δημήτριος Τουρτούρης στο
Λιβόρνο και οι γιοι του Γεώργιος και Κωνσταντίνος στη Βενετία. Οι εμπορικές επιχειρήσεις που
ανοίγονταν στο εξωτερικό ήταν κυρίως οικογενειακές και τις συγκροτούσαν αδέλφια
και συντοπίτες. Τα εμπορικά προϊόντα ήταν
ποικίλα : ακατέργαστο δέρμα, σκουτί (χοντρό ύφασμα για ρούχα), βαμβάκι από τη
Μακεδονία και Θεσσαλία, λαγοτόμαρα, κερί, πρινοκόκκι, βελανίδι, μετάξι από την
Αγιά Λάρισας κυρίως στη Νάπολη. Τα εισαγόμενα προϊόντα τους ήταν φέσια, κρεμέζια (κόκκινη
φυσική χρωστική ουσία), βελούδινα υφάσματα, τιρτίρια (νήματα από χρυσό ή
επιχρυσωμένο άργυρο για διακόσμηση στολών) καθώς και αποικιακά προϊόντα .
Κιρατζίδες – Αγωγιάτες Για τη διεξαγωγή του
διαμετακομιστικού εμπορίου αλλά και τη διακίνηση των ανθρώπων, αναπτύχθηκε από
τον 18ο μέχρι και τον 20ο αιώνα, η τάξη των αγωγιατών,
κατοίκων που διέθεταν ζώα για μεταφορές και δεν είχαν οικονομικά κεφάλαια. Στην
αρχή συγχωνεύονταν σε ομάδες, τα γνωστά καραβάνια. Αργότερα αναλάμβαναν μόνοι
τους τη μεταφορά. Ο αρχηγός έκανε την οικονομική συμφωνία και ήταν υπεύθυνος για
την καλή διατήρηση και παράδοση του εμπορεύματος. Ως καλοί γνώστες των χερσαίων
ηπειρωτικών οδικών αξόνων, μετέφεραν τα εμπορεύματα από τη Θεσσαλία ως τον
Αμβρακικό κόλπο και από την Ήπειρο ως τα Βαλκάνια. Γνώριζαν τους εμπορικούς
οίκους στο εξωτερικό, τα εμπορικά πανηγύρια και τα κέντρα των εμπορικών
συναλλαγών. Όταν το εμπόριο ατόνησε και αναπτύχθηκαν νέοι οδικοί άξονες, οι
αγωγιάτες εργάστηκαν στις τοπικές μεταφορές των κτηνοτρόφων στα βοσκοτόπια, στο
τοπικό εμπόριο, τη μεταφορά ανθρώπων, οικοδομικών υλικών και τοπικών προϊόντων. Σήμερα οι μεταφορές αγαθών
μέσα στον οικισμό εξακολουθούν να γίνονται με τα ζώα που διαθέτει ο τελευταίος αγωγιάτης των Καλαρρυτών, Κώστας Μπακαγιάννης.
Αγιογράφοι Το 18ο αιώνα οι
Καλαρρύτες έγιναν ένα μικρό καλλιτεχνικό κέντρο ζωγραφικής εκκλησιών με
ιδιαίτερα λαϊκά στοιχεία. Πολλοί ονομαστοί αγιογράφοι άφησαν τα ονόματά τους σε
αγιογραφήσεις τους σε μοναστήρια και εκκλησίες της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Από αυτούς μπορούμε να αναφέρουμε το γνωστό Δημήτριο Ζούκη, αγιογράφο και
μουσικό. Το 1783 τοιχογράφησε το ναό του Αγίου Αθανασίου στην Καστανιά
Καλαμπάκας και το 1974 το νάρθηκα της Μονής Υπαπαντής στα Μετέωρα. Φορητές
εικόνες του υπάρχουν στη Μονή Αγίας Τριάδος, ενώ σώζεται και η εικόνα του
Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο ναό Αγίου Αθανασίου Μονοδενδρίου στο Ζαγόρι. Γνωστός είναι και ο αγιογράφος
Γεώργιος, ο οποίος με τον αδελφό του Στέργιο ιστόρησε το 1737 το παρεκκλήσι του
Προδρόμου της Μονής Βύλιζας Ματσουκίου, κοντά στους Καλαρρύτες. Ο Γεώργιος φιλοτέχνησε το
1734 την εικόνα του Προδρόμου στους Λογγάδες και το 1748 την εικόνα του Αγίου
Νικολάου στη Ρεντίνα. Το 1761 ένας άλλος Στέργιος με τον αδελφό του Ιωάννη,
ιστόρησαν το παρεκκλήσι
των Αγίων Πάντων στην Καλαμπάκα.
Ενδυμασίες Οι γυναικείες και ανδρικές
καθημερινές φορεσιές χαρακτηρίζονται από τη λιτότητα των υφασμάτων και την
απλότητα του διάκοσμου. Τα μόνα διακοσμητικά στοιχεία είναι τα κεντήματα της
ποδιάς, του κεφαλόδεσμου και του σιγκουνιού, από νήματα που οι ονομαστοί
τερζήδες των Καλαρρυτών κεντούσαν με γούστο και ιδιαίτερη τέχνη. Η καθημερινή παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά
αποτελείται από μάλλινη φούστα ή αμάνικο φόρεμα με κέντημα στον ποδόγυρο,
μάλλινη ποδιά υφασμένη στον αργαλειό, κοντή ζακέτα (μπολκάκι), μάλλινες κάλτσες
και τσαρούχια. Η ηλικία καθόριζε το χρώμα της φούστας : κρεμεζί φιστόνι έμπαινε
στον ποδόγυρο για τις νέες, ανοιχτό μπλε φιστόνι για τις μέσης ηλικίας και
σκούρο μπλε με τελείωμα βελούδο για τις ηλικιωμένες. Η επίσημη ενδυμασία που
φορούσαν οι γυναίκες σε γάμους και γιορτές αποτελείται από μακρύ σκουρόχρωμο
φόρεμα μπροκάρ σε διάφορα χρώματα με μαύρο κέντημα, συγκούνι (σάρικα) το οποίο
ανάλογα με την οικονομική κατάσταση είχε πλούσιο ή φτωχό κέντημα, μαύρη ποδιά
κεντημένη με πολλά λουλούδια, ασημένια συρματερή ζώνη, λεπτές κεντημένες
μάλλινες κάλτσες και λουστρίνι παπούτσι. Το κεφαλομάντηλο ήταν μαύρο, κεντημένο
με κουκάκια (φουντίτσες από μεταξωτό νήμα) δεμένο με καρφοβέλονο ασημένιο ή
χρυσό. Απαραίτητο κόσμημα για τις γυναίκες ήταν τα σκουλαρίκια τετριμίδες. Η ποδιά της νύφης την πρώτη
μέρα του γάμου είναι από κρεπ σατέν και καταλήγει σε πλισέ, ενώ πάνω από αυτό
ράβονται σε σειρές τρέσες από μεταξωτές δαντέλες. Η ανδρική καθημερινή φορεσιά
αποτελείται από μαύρο παντελόνι (μπουραζάνα), πουκάμισο από καρό ντρίλι, γιλέκο
μάλλινο μαύρο, κούκο (καπέλο), σακάκι και τσαρούχια. Η επίσημη ανδρική αποτελείται
από άσπρη μπουραζάνα, κεντημένο γιλέκο μαύρο ή μπλε σκούρο, πουκάμισο άσπρο
βαμβακερό, σακάκι και κούκο. Στο λαιμό και στο στήθος περνούν διακοσμημένες
ασημένιες αλυσίδες. Ο γαμπρός, καθώς και όλο το
σόι του γαμπρού φορούν φουστανέλα μέχρι το γόνατο. Θα περίμενε κανείς ότι πάνω
από τις στολές, τουλάχιστον τις γυναικείες, οι Καλαρρυτινοί θα φορούσαν
καταπληκτικά κοσμήματα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν
φορούσαν τίποτε περισσότερο από το απαραίτητο, αφού σύμφωνα με περιοριστικό
έθιμο κατά της πολυτέλειας που είχε ισχύ απαράβατου νόμου, απαγορευόταν η χρήση
κοσμημάτων και τα φορέματα των γυναικών περιορίζονταν σε συγκεκριμένα είδη
υφάσματος, χωρίς χρυσά νήματα. (Leak, Pouqueville) Σήμερα, παραδοσιακές στολές βρίσκονται μόνο σε συλλόγους,
ενώ αντίγραφά τους ή κάποια παλιά κομμάτια φορούν τα μέλη των χορευτικών
συγκροτημάτων σε επίσημες εκδηλώσεις. |